ἰάμβους

ἰάμβους
ἴαμβος
iambus
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θοώ — θοῶ, όω (Α) [θοός ΙΙ] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό, λεπταίνω κάτι 2. (παθ). θοοῡμαι, όομαι παροξύνομαι, οργίζομαι, ερεθίζομαι 3. φρ. «θοῶ ἰάμβους» κάνω οξείς ιάμβους, κάνω προσβλητικούς ιάμβους …   Dictionary of Greek

  • ιαμβειοφάγος — ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο φάγος, χορτο… …   Dictionary of Greek

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα …   Dictionary of Greek

  • εφυβριστήρ — ἐφυβριστήρ, ὁ (Α) [εφυβρίζω] (δ. γρφ. ἐφ ὑβριστήρ) υβριστικός, προσβλητικός («ἐφυβριστῆρας ἰάμβους», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ηρωίαμβος — ἡρωΐαμβος, ό (Μ) ποίημα που αποτελείται από εξάμετρους και ιάμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + ίαμβος] …   Dictionary of Greek

  • ιαμβίζω — ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) [ίαμβος] επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.) αρχ. μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • ιαμβανάπαιστος — ἰαμβανάπαιστος, ον (Μ) (για στίχο) αυτός που αποτελείται από ιάμβους και αναπαίστους …   Dictionary of Greek

  • ιαμβικός — ή, ό (Α ἰαμβικός, ή, όν) [ίαμβος] 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους 2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» ένα από τα ρυθμικά γένη τής ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από …   Dictionary of Greek

  • ιαμβισμός — ἰαμβισμός, ὁ (Μ) [ιαμβίζω] το να σατιρίζει κάποιος με ιάμβους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”